- κατιμάς
- και κατμάς, οκομμάτι κρέατος κατώτερης ποιότητας, το οποίο προσθέτει ο κρεοπώλης στο κρέας που έχει ζητήσει ο πελάτης του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επίθ. katma «πρόσθετος, μικτός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατιμάς — κατιμάς, ο και κατμάς, ο (λ. τουρκ.), μικρό κομμάτι κρέας που ο κρεοπώλης το ζυγίζει μαζί με το καλό κρέας που αγοράζει ο πελάτης του για να το πουλήσει κι αυτό: Δε θέλω κατμά στο κρέας που θα μου βάλεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατμάς — ο βλ. κατιμάς … Dictionary of Greek